αυτοσυστήνομαι
Смотреть что такое "αυτοσυστήνομαι" в других словарях:
αυτοσυστήνομαι — συστήνω τον εαυτό μου, λέω το όνομά μου σε κάποιον … Dictionary of Greek
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek